κοτυληρυτος

κοτυληρυτος
    κοτυλήρυτος
    κοτῠλ-ήρῠτος
    2
    который можно собирать чашками, т.е. обильно текущий
    

(αἷμα Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοτυληρυτος" в других словарях:

  • κοτυλήρυτος — κοτυλήρυτος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι 2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» μέτρο όξους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευ ήρυτος, κυλικ… …   Dictionary of Greek

  • κοτυλήρυτος — that can be drawn in cups masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυλήρυτον — κοτυλήρυτος that can be drawn in cups masc/fem acc sg κοτυλήρυτος that can be drawn in cups neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»